πεπαλαιωμένων

πεπαλαιωμένων
παλαιόω
make old
perf part mp fem gen pl
παλαιόω
make old
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκιτζής — και σκιντζής, ο, Ν 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής 2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»] …   Dictionary of Greek

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”